Λούμπλιν

Λούμπλιν
(Lublin). Πόλη (354.026 κάτ. το 2001) της ανατολικής Πολωνίας, πρωτεύουσα της διοικητικής περιφέρειας Λουμπέλσκι (25.114 τ. χλμ., 2.233.271 κάτ. το 2000), που εκτείνεται μεταξύ των συνόρων με τη Λευκορωσία, την Ουκρανία και του άνω ρου του Βιστούλα, περιλαμβάνοντας σχεδόν ολόκληρη τη λεκάνη απορροής του ποταμού Βιέπρζ. Η πόλη βρίσκεται στις όχθες του ποταμού Μπιστρίτσα, αριστερού παραπόταμου του Βιέπρζ, 170 χλμ. ΝΑ της Βαρσοβίας, στα πρώτα αντερείσματα της οροσειράς των Καρπαθίων. Το Λ. είναι σημαντικός οδικός και σιδηροδρομικός κόμβος, καθώς και αξιόλογο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο, κυρίως στους τομείς της μεταλλομηχανουργίας (υλικά αεροναυτικής, γεωργικά μηχανήματα), των ηλεκτρομηχανών και των ειδών διατροφής (εργοστάσια ζάχαρης, ελαιουργεία και αλευρόμυλοι). Όσον αφορά τον πνευματικό τομέα, η πόλη αποτελεί έδρα του πανεπιστημίου που φέρει το όνομα της Μαρίας Κιουρί Σκλοντόφσκα, ενώ διαθέτει πολυάριθμα ιστορικά και καλλιτεχνικά μνημεία, όπως ο πύργος του Καζιμίρ του Μεγάλου, ο καθεδρικός ναός του 16ου αι. και μερικές πύλες και πυργίσκοι που αποτελούσαν τμήμα των αρχαίων τειχών της πόλης. Ιστορία. Πόλη μεσαιωνικής προέλευσης, εξελίχθηκε σύντομα σε σημαντικό οικονομικό και διοικητικό κέντρο. Στην περιοχή συνήλθαν αρκετές δίαιτες, μεταξύ των οποίων και η περίφημη του 1569, που είχε ως αποτέλεσμα τη συνένωση της Πολωνίας και της Λιθουανίας. Το Λ. ανήκε αρχικά στην Αυστρία, στη συνέχεια (1809-15) περιήλθε στο μεγάλο δουκάτο της Βαρσοβίας, στη Ρωσία, και τελικά επανήλθε στην αυστριακή κατοχή κατά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Το 1944 απελευθερώθηκε από τα σοβιετικά στρατεύματα, ύστερα από πενταετή γερμανική κατοχή, οπότε επιστράφηκε στην Πολωνία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Πολωνία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Δ με τη Γερμανία και την Τσεχία, στα ΒΑ με τη Ρωσία και τη Λιθουανία, στα Α με τη Λευκορωσία και την Ουκρανία στα Ν με τη Σλοβακία, ενώ βρέχεται στα Β από τη Βαλτική θάλασσα.H Πολωνία καταλαμβάνει, στη… …   Dictionary of Greek

  • Κοχανόφσκι — (Kochanowski). Επώνυμο οικογένειας Πολωνών λογοτεχνών. 1. Γιαν (Jan, Σίτσινα 1530 – Λούμπλιν 1584). Ποιητής. Φοίτησε στα πανεπιστήμια της Κρακοβίας, του Κένιξμπεργκ και της Πάντοβα, όπου σπούδασε ελληνικά και λατινικά και ανακάλυψε τις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”